ἐριούνης

ἐριούνης
ἐριούνης
Grammatical information: adj.
Meaning: of Hermes (Υ 34, θ 322), late of θεοί (Ant. Lib. 25, 2), νόος (Orph. L. 199).
Other forms: ἐριούνιος (Il., h. Merc., Ar. Ra. 1144)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The old scholars saw wrongly two simplicia: οὔνης κλέπτης, οὔνιος [εὖνις,] δρομεύς, κλέπτης H.; cf. Leumann Hom. Wörter 123. Better seem the glosses οὖνον [ὑγιές.] Κύπριοι δρόμον and οὔνει (for οὔνη?) δεῦρο, δράμε. Άρκάδες. Here further the Cypr. PN Φιλουνίου (gen.), cf. Φιλόδρομος. Έρι-ούνης, -ούνιος then the quick messenger of the gods? Thus (after Bergk Philol. 11, 384) with new argumentation Latte Glotta 34, 192ff; doubted by Masson, ICS 256 n. 1.- Several wrong proposals in Bq s. v. (s. also Add. et corr.); wrong also Pisani KZ 72, 216. Also Ruijgh, Élém. ach. 136, 142.
Page in Frisk: 1,559

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐριούνης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριουνίου — ἐριούνης masc gen sg ἐριούνιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριουνίους — ἐριούνης masc acc pl ἐριούνιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριούνιε — ἐριούνης masc voc sg ἐριούνιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριούνιον — ἐριούνης masc acc sg ἐριούνιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριούνιος — ἐριούνης masc nom sg ἐριούνιος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ούνει — οὔνει (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Αρκάδες) «δεῡρο δράμε». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὔνει, όπως και οι τ. οὔνης «κλέπτης», οὔνιος «δρομεύς, κλέπτης, πρέπει να έχουν προέλθει κατ αποκοπή από τα σύνθ. ἐριούνης και ἐριούνιος, λέξεις αβέβαιης σημασίας και… …   Dictionary of Greek

  • εριούνιος — ἐριούνιος και ἐριούνης, ὁ (Α) 1. (για τον Ερμή) α) επικό επίθ. αβέβαιης σημασίας (πιθ. ο πολύ ευφυής ή ο πολύ ωφέλιμος) β) (και απόλ.) Ἐριούνιος ο Ερμής 2. ως επίθ. («ἐριούνιος νόος» επιεικής, Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”